- επιδιασκευάζω
- ἐπιδιασκευάζω (Α)ετοιμάζω νέα έκδοση ενός έργου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδιασκευάσαντες — ἐπιδιασκευάζω revise again aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)